- ἐβδελυγμένοι
- βδελύσσομαιfeel a loathing for foodperf part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βδελύσσομαι — (AM βδελύσσομαι, Α και βδελύσσω, ττω, ττομαι) αισθάνομαι αηδία για κάποιον ή κάτι, σιχαίνομαι αρχ. 1. ( σσω) καθιστώ κάτι σιχαμένο 2. ( ομαι) γίνομαι σιχαμένος, μισητός 3. (μτχ. παρακμ.) oἱ ἐβδελυγμένοι σιχαμένοι, μολυσμένοι από την επαφή με… … Dictionary of Greek